- επακριζω
- ἐπακρίζωἐπ-ακρίζωдостигать вершины, совершенства или апогея
πολλῶν αἱμάτων ἐπήκρισεν Ὀρέστης Aesch. — (умертвив мать), Орест совершил самое страшное из многих убийств
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
πολλῶν αἱμάτων ἐπήκρισεν Ὀρέστης Aesch. — (умертвив мать), Орест совершил самое страшное из многих убийств
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
επακρίζω — ἐπακρίζω (Α) φθάνω στο ακρότατο σημείο. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ακρίζω «βαδίζω στις μύτες τών ποδιών»] … Dictionary of Greek
ἐπήκρισε — ἐπακρίζω reach the top of aor ind act 3rd sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπήκρισεν — ἐπακρίζω reach the top of aor ind act 3rd sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπάκρισεν — ἐπά̱κρισεν , ἐπακρίζω reach the top of aor ind act 3rd sg (doric aeolic) ἐπακρίζω reach the top of aor ind act 3rd sg (homeric ionic) ἐπακρίζω reach the top of aor ind act 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ακρίζω — (Α ἀκρίζω) νεοελλ. 1. οδηγώ σε μιαν άκρη, απομονώνω κάποιον 2. αποσύρομαι σε μιαν άκρη, παραμερίζω 3. (για πλεούμενο) πλευρίζω μσν. 1. τρώω τις άκρες 2. κόβω την άκρη αρχ. βαδίζω στις μύτες τών ποδιών. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἄκρος. ΠΑΡ. αρχ. ἄκρισμα. ΣΥΝΘ … Dictionary of Greek